- στάβλισμα
- και σταύλισμα, το, Ν [σταβλίζω]εγκατάσταση ζώων σε στάβλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάβλισμα — το εγκατάσταση σε στάβλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταβλισμός — και σταυλισμός, ο, Ν [σταβλίζω] το στάβλισμα … Dictionary of Greek
σταύλισμα — το, Ν βλ. στάβλισμα … Dictionary of Greek